ενλιμενίζω

ενλιμενίζω
ἐνλιμενίζω (Α) [λιμενίζω]
αντί ελλιμενίζω*
1. εισπράττω το ελλιμένιον, τον λιμενικό φόρο
2. εισέρχομαι στο λιμάνι
3. (κατά τον Ησύχ.) «τελωνίζειν τὰ ἀπὸ λιμένων καὶ θαλάσσης».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”